σοκά

σοκά
Α
(κατά τον Ησύχ.) «βροχίζει, ὀχλεύει».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”